Ο ενήλικας ή ο έγγαμος μπορεί με αίτηση του να γίνει δημότης σε όποιο δήμο ή κοινότητα έχει αποκτήσει κατοικία πριν από μία διετία τουλάχιστον. Αν ένας από τους δύο γονείς μεταδημοτεύσει, οι γονείς προσδιορίζουν με αμετάκλητη δήλωσης τους στο δήμαρχο ή πρόεδρο της κοινότητας, από όπου μεταδημοτεύει, τη δημοτικότητα των ανηλίκων τέκνων τους.
Αν για οποιοδήποτε λόγο δεν γίνει η παραπάνω δήλωση, τα ανήλικα τέκνα που έχουν τη δημοτικότητα αυτού που μεταδημοτεύει, ακολουθούν τη νέα δημοτικότητα του, αν όμως δεν την έχουν διατηρούν τη δημοτικότητα τους.
Η διετία της μόνιμης κατοικίας που απαιτείται για τη μεταδημότευση, αποδεικνύεται με βεβαίωση της Δημοτικής Αστυνομίας του Δήμου Υποδοχής. Δεν απαιτείται η προϋπόθεση της διετούς κατοικίας για τη μεταδημότευση:
- του ενός των συζύγων για να αποκτήσει τη δημοτικότητα του άλλου,
- των πρώην συζύγων λόγω λύσεως του γάμου, για να αποκτήσουν τη δημοτικότητα που είχαν πριν από το γάμο,
- του ενηλίκου, προκειμένου ν' αποκτήσει την αρχική δημοτικότητα που είχε ο ίδιος ή οι γονείς του. Η δυνατότητα στην περίπτωση αυτή παρέχεται για μία μόνο φορά.
Η μεταδημότευση γίνεται κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου, που συνοδεύεται από τα δικαιολογητικά, τα οποία αποδεικνύουν την ύπαρξη των νομίμων προϋποθέσεων μεταδημοτεύσεως, με πράξη του δημάρχου ή προέδρου της κοινότητας. Η πράξη αυτή προσυπογράφεται από τον προϊστάμενο του δημοτολογίου, δημοτικό υπάλληλο για τους δήμους και τον αρμόδιο κοινοτικό υπάλληλο γι ατις κοινότητες.
Η πράξη του Δημάρχου ή του προέδρου της κοινότητας, περί μεταδημοτεύσεως καθίσταται από της καταχωρήσεως της στο δημοτολόγιο εκτελεστή, αντίγραφο δε αυτής κοινοποιείται αμέσως στο Δήμο ή στην κοινότητα από την οποία έγινε η μεταδημότευση, για τη διαγραφή του μεταδημοτεύσαντος, καθώς και στον ενδιαφερόμενο.
Η απόκτηση νέας δημοτικότητας δήμου ή κοινότητας συνεπάγεται την απώλεια της προηγούμενης δημοτικότητας.